ξεκλείδωτος

ξεκλείδωτος
η , ο
1) отпертый ключом, отомкнутый;

άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη — он оставил дверь открытой; — он забыл запереть дверь на ключ;

2) доведённый до изнеможения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεκλείδωτος" в других словарях:

  • ξεκλείδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε με κλειδί, ανασφάλιστος: Το σπίτι το αφήσαμε ξεκλείδωτο. 2. αυτός που έχει παράλυση στις κλειδώσεις: Περπατά ξεκλείδωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκλείδωτος — η, ο [ξεκλειδώνω] 1. ακλείδωτος, ξεκλειδωμένος, ανοιχτός 2. αυτός που κινείται με ασυντόνιστες κινήσεις. επίρρ... ξεκλείδωτα ανασφάλιστα, ανοιχτά («άφησε ξεκλείδωτα και έφυγε») …   Dictionary of Greek

  • ασφάλιστος — και ασφάλιχτος, η, ο 1. ανοιχτός, ξεκλείδωτος 2. που δεν έχει ασφαλιστεί, ανασφάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σφαλίζω, με την πρώτη σημασία και ασφάλιστος < ασφαλίζω με τη δεύτερη σημασία, όπου η άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»